στρώματας

στρώματας
ο , στρώματαςού η
1) мастер, изготовляющий матрасы; 2) продавец, -щица матрасов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "στρώματας" в других словарях:

  • στρωματάς — ο, θηλ. στρωματού, Ν κατασκευαστής ή πωλητής στρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρώμα, ατος + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] …   Dictionary of Greek

  • στρωματάς — ο αυτός που κατασκευάζει στρώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρωματάδικο — το, Ν εργαστήριο κατασκευής στρωμάτων ή κατάστημα πώλησης στρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρωματαδ τού πληθ. στρωματάδες τού στρωματάς + κατάλ. ικο (πρβλ. βενζινάδ ικο)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»